- φυσιογνωμονικόν
- φυσιογνωμονικόςofmasc acc sgφυσιογνωμονικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυσιογνωμονικός — ή, ό / φυσιογνωμονικός, ή, όν, ΝΑ (φυσιογνωμονία] νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμονική η φυσιογνωμική αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμονία ή ο ασκημένος σε αυτήν την ενασχόληση 2. το ουδ. ως ουσ. Φυσιογνωμονικόν τίτλος… … Dictionary of Greek